ψευτοευλάβεια

ψευτοευλάβεια
η, Ν
ψεύτικη, υποκριτική ευλάβεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψευτ- τού ψεύτης + ευλάβεια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ψευτοευλάβεια — η ψεύτικη ευλάβεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιησουιτισμός — ο 1. διδασκαλία των ιησουιτών: Βασική αρχή του ιησουιτισμού ήταν ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. 2. μτφ., υποκρισία, ψευτοευλάβεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαρισαϊσμός — ο συμπεριφορά που ταιριάζει σε φαρισαίο, ψευτοευλάβεια, υποκρισία, δολιότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”